- επιδεικτικως
- ἐπιδεικτικῶςἐπι-δεικτικῶς1) для показа, показным образом
(πολεμεῖν Plut.)
ἐ. ἔχειν Isocr. — стараться блеснуть2) для вида, наспех(ἐ. πεπηγυῖαι νῆες Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πολεμεῖν Plut.)
(ἐ. πεπηγυῖαι νῆες Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπιδεικτικῶς — ἐπιδεικτικός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мъногооуказьнѣ — (1*) нар. Напоказ: егда мнѣша ѥго ѡсудити. не възваша. его велика и нечс҃тва. но токмо ѡбиниша. многоѹказнѣ и пернѣ списавше (ἐπιδεικτικῶς) ГБ XIV, 186г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έμπρακτος — η, ο (AM ἔμπρακτος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που εκδηλώνεται στην πράξη («έμπρακτη αγάπη, φιλανθρωπία κ.λπ.») 2. (νομ.) «έμπρακτη μετάνοια» μετάνοια που εκδηλώνεται με αποζημίωση προς τον αδικημένο μσν. (νομ.) (για αξίωμα) αυτός που ασκείται αρχ.… … Dictionary of Greek
ՑՈՒՑԱԿԱՆԱՊԷՍ — ( ) NBH 2 0918 Chronological Sequence: Unknown date մ. ἑπιδεικτικῶς ostentationis causa Ցուցանելով իմն. ցոյցս առնելով. բան ծախելով. ... *Ոչ ցանկալ զիւր զբանն ցուցանկանապէս առաջի արկանել. Բրս. թղթ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)